δεματίζω

δεματίζω
βλ. δεματιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεματιάζω — και δεματίζω [δεμάτι] 1. κάνω δεμάτια, συσκευάζω σε δέματα («δεματιάζω ξύλα, χόρτα κ.τ.ό.») 2. φρ. α) «δεματιάζω τ αβγά» κοπιάζω άδικα β) «αποκλάδιαζε, αν θες να δεματιάζεις» πρέπει να εξαλείψεις τις αιτίες τών συγκρούσεων αν θέλεις να… …   Dictionary of Greek

  • δεματιστής — ο [δεματίζω] ο δεματάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”